ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ


ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ  ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

Το θράσος της εκάστοτε εξουσίας, να μας επιβάλλει δια του δήθεν ακαταμάχητου τεκμηρίου της νομιμότητάς της, τα πιο τρελά όνειρά κατάχρησης των εξουσιαστών, πρέπει να ελεγχθεί από τον Κυρίαρχο Λαό και να κατασταλεί, πριν εκχωρηθεί ολοκληρωτικά η Εθνική μας Κυριαρχία, ωθώντας μας μέχρι την πλήρη υποδούλωση. Παρόλο που το Σύνταγμα ως υπερασπιστής των δικαιωμάτων μας, μας παρέχει τη δυνατότητα να καταστείλουμε τον κρατικό αυταρχισμό με κάθε μέσο, στην πραγματεία αυτή θα ελέγξουμε τη νομιμότητα των κρατικών ενεργειών δια της νομικής οδού, όχι απαραίτητα της δικαστικής, αλλά δια των ίδιων νόμων που το κράτος χρησιμοποιεί ως δυνάμεις καταστολής μας.

Ο έλεγχος αφορά την εκτροπή των νόμων απ’ το Σύνταγμα, που πλέον δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά τον κανόνα, μιας σειράς κυβερνήσεων που έχουν μετατρέψει το πολίτευμα σε σύστημα διακυβέρνησης δια αντισυνταγματικών νόμων. Η συνεχής και συστηματική παράβαση του Συντάγματος αποτελεί σύμφωνα με τον Ποινικό μας Κώδικα έγκλημα εσχάτης προδοσίας, αλλά παρ’ όλα αυτά κανείς δεν μιλά, ούτε οι δικαστικοί που θα μπορούσαν να ελέγξουν τους νόμους και τις κρατικές ενέργειες αυτεπάγγελτα, πλην ορισμένων εξαιρέσεων που λόγω πατριωτισμού, αδυνατούν να συναινέσουν στην γενικευμένη πλέον κρατική παρανομία.

Η ύπαρξη αντισυνταγματικών διατάξεων στους νόμους, δεν είναι μια αθώα υπόθεση, και μπορεί να οφείλεται στις εξής κύριες αιτίες:
1.   Στην άγνοια του συντάγματος, από τους νομοθέτες, την επιστημονική επιτροπή της βουλής που ασκεί τον προληπτικό έλεγχο, από τους βουλευτές που τους ψηφίζουν και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που λειτουργεί ως φύλακας του Συντάγματος και υπογράφει, βάζοντας τη μεγάλη σφραγίδα του Κράτους.
2.   Σε ανάγκη που υποχρεώνει την κρατική εξουσία να παραβιάσει σκοπίμως το σύνταγμα. Σε μια ανάγκη που δικαιολογείται με το πρόσχημα της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, του κατεπείγοντος κλπ.
3.   Σε δόλο, που αποσκοπεί στην αποπλάνηση του λαού και την εκμετάλλευση, κυρίως όταν οι νόμοι έχουν εισπρακτικό χαρακτήρα.
4.   Σε επιχείρηση κατάλυσης του συντάγματος με νομοθετική βία, η οποία εφαρμόζεται από την εκτελεστική εξουσία με στόχο την αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η πρώτη περίπτωση απορρίπτεται, διότι δεν είναι δυνατόν να αγνοεί το Σύνταγμα, η εξουσία που απαιτεί ακόμη και από τους αγράμματους πολίτες να γνωρίζουν όλο τον Ποινικό Κώδικα, όλον τον Αστικό Κώδικα, όλον τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όλο τον Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος και όλο τον Κώδικα διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να μην μπλέξουν στα αδυσώπητα δίκτυα του νόμου. Δεν είναι δυνατόν μια εξουσία που απαιτεί από τους πολίτες να γνωρίζουν άριστη κολύμβηση στον Ωκεανό της Ελληνικής πολυνομίας για να διατηρούν την ελευθερία τους, να υποκρίνεται ότι δεν γνωρίζει το Σύνταγμα!

Στην δεύτερη περίπτωση, η σκόπιμη παραβίαση του Συντάγματος, στοιχειοθετεί έγκλημα από πρόθεση, ιδίως όταν αλλοιώνει ή απενεργοποιεί θεμελιώδεις θεσμούς του Πολιτεύματος, όπως η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και η ισχύς των ατομικών μας δικαιωμάτων. Για την χρησιμοποιούμενη δε δικαιολογία, της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτήν χρησιμοποιούν όλοι οι επίδοξοι δικτάτορες που καταλύουν το Σύνταγμα.

Επειδή, η πρώτη περίπτωση απορρίπτεται από κάθε νοήμονα άνθρωπο, ενώ οι άλλες τρεις αποτελούν εγκλήματα ισχύος που φθάνει ως την εσχάτη προδοσία, δικαίωμα και υποχρέωση κάθε πολίτη που αγαπά αυτή τη χώρα, είναι να δείξει μηδενική ανοχή στην ύπαρξη αντισυνταγματικών διατάξεων στους νόμους, καταγγέλλοντάς τους δημόσια, και μη συναινώντας στην εκτέλεσή τους. (βάσει του άρθρου 120 παρ. 4 Σ)

Όταν δεν τηρείται το σύνταγμα από την εξουσία, παρόμοια με την εσωτερική σύγκρουση του ευσυνείδητου πολίτη είναι και η εσωτερική σύγκρουση του ευσυνείδητου κρατικού λειτουργού που καλείται να εκτελέσει τη θέληση του κράτους. Διότι βρίσκεται μεταξύ δύο αντιφατικών υποχρεώσεων. Μεταξύ της θεμελιώδους υποχρέωσης σεβασμού του Συντάγματος, όπως αυτή ορίζεται από τον όρκο του και από την ακροτελευταία διάταξη, και της υποχρέωσης εκτέλεσης της θέλησης του κράτους, η οποία έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Επειδή η υποχρέωση εκτέλεσης της θέλησης του κράτους δεν θεωρείται από το σύνταγμα θεμελιώδης, και επειδή σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2, «Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων», γίνεται σαφές ότι η θεμελιώδης υποχρέωση του κρατικού λειτουργού, είναι δεσμευτική μόνον ως προς την τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων που συμφωνούν με αυτό, και όχι ως προς την τήρηση όλων γενικά των νόμων. Η ανάγκη υπακοής λοιπόν σε εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων και διαταγών είναι υποδεέστερη από την ανάγκη σεβασμού του συντάγματος και μπορεί να παρακαμφθεί, πρώτον για λόγους μη συναίνεσης και δεύτερον επειδή το ζητά ο λαός, τον οποίον ο κρατικός λειτουργός οφείλει να υπηρετεί.

Προς αποσαφήνιση της έννοιας της συνταγματικότητας των υπηρεσιακών ενεργειών, παραθέτω το άρθρο 103 του Συντάγματος, που ορίζει την Yπηρεσιακή κατάσταση των oργάνων της διoίκησης

Άρθρo 103
1.     Oι δημόσιoι υπάλληλoι είναι εκτελεστές της θέλησης τoυ Kράτoυς και υπηρετoύν τo Λαό· oφείλoυν πίστη στo Σύνταγμα και αφoσίωση στην Πατρίδα.

Βάσει της παρούσας διάταξης, ο όρος «εκτελεστής της θέλησης του κράτους» είναι μια ιδιότητα, ενώ η «πίστη στο Σύνταγμα» μια οφειλή. Η οφειλή υπερισχύει της ιδιότητας, διότι ορίζει μια υποχρέωση, ενώ η ιδιότητα μια κατάσταση. Σύμφωνα λοιπό με το παραπάνω άρθρο, οι δημόσιοι υπάλληλοι ΕΙΝΑΙ…. και ΟΦΕΙΛΟΥΝ πίστη στο Σύνταγμα. Η πίστη στο Σύνταγμα ακυρώνει την πίστη και την οφειλή στη θέληση του κράτους, όταν αυτή αντίκειται στο σύνταγμα. Διότι δεν είναι δυνατόν ένας υπάλληλος, να παραμένει πιστός σε δύο αντικρουόμενες υποχρεώσεις. Και δεν είναι δυνατόν να υπηρετεί το Λαό, εκτελώντας τη θέληση του κράτους η οποία έχει πάψει να υπηρετεί το λαό, λόγω άρνησης αναγνώρισης του Συντάγματος και κατάχρησης της εξουσίας.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι, που ως εκτελεστές της θέλησης του κράτους, καλούνται να επιβάλλουν δυσβάσταχτους φόρους στους πολίτες δυσανάλογους προς τις δυνάμεις τους και προκύπτοντες από αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων, πρέπει να εξηγήσουν βάσει ποιας έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου επιβάλλονται αυτοί οι φόροι και οι πολίτες υποχρεούνται να τους εξοφλήσουν. Διότι ο νόμος, δεν αποτελεί έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, αλλά υποχρεούμαστε να τον εφαρμόσουμε, βάσει μιας έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου που έχουμε συναποδεχθεί. Κυρίως δε, ο αντισυνταγματικός νόμος, που ως παράνομος νόμος, δεν είναι δυνατόν να δημιουργεί με την επιβολή του μία έννομη σχέση! Το γεγονός ότι ο νόμος ψηφίστηκε από βουλευτές νόμιμα εκλεγμένους, δεν δημιουργεί έννομη σχέση που μας εξαναγκάζει να εκτελούμε οποιαδήποτε απόφασή τους, διότι οι αποφάσεις τους είναι νόμιμες, μόνον όταν συμφωνούν με το Σύνταγμα. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 59 του Συντάγματος, που καθορίζει τα «Καθήκοντα και δικαιώματα των βουλευτών»  σύμφωνα με το οποίο (παρ. 1) οι βουλευτές ορκίζονται να είναι πιστοί στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούουν στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνουν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους. Ψηφίζοντας λοιπόν αντισυνταγματικούς νόμους, γεννάται το παράπτωμα της ανυπακοής προς το Σύνταγμα, που ακυρώνει τη νομιμότητα των συγκεκριμένων νόμων.

Αντισυνταγματικός νόμος, σημαίνει παράνομος νόμος, τον οποίον ούτε οι κρατικοί λειτουργοί ούτε οι πολίτες υποχρεούνται να εκτελέσουν.

Όταν λοιπόν ο κρατικός λειτουργός, επιβάλλει στον πολίτη μια οφειλή προς το κράτος, πρέπει να διευκρινίσει βάσει ποιας έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου ο πολίτης υποχρεούται να την εξοφλήσει, και βάσει ποιού νόμου. Επίσης πρέπει να αποδείξει, ότι η ισχύς του συγκεκριμένου νόμου προβλέπεται από την έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και δεν προκύπτει αυθαίρετα.

Η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου που ορίζει τις υποχρεώσεις μας προς το κράτος και αντίστροφα, τις υποχρεώσεις του κράτους προς εμάς, είναι το Σύνταγμα. Παρόλο που δεν ερωτηθήκαμε ποτέ αν το αποδεχόμαστε, όπως θα έπρεπε σε μια Πολιτεία δημοκρατική, δηλώνουμε ότι το αποδεχόμαστε παρά τις ατέλειές του που εξυπηρετούν ιδιοτελή συμφέροντα των εξουσιαστών, όπως για παράδειγμα η βουλευτική ασυλία. Το αποδεχόμαστε διότι αυτό προστατεύει τα δικαιώματά μας από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, και συναινούμε ότι αυτό, ορίζει την έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας δικαιούμεθα ως πολίτες να συνεισφέρουμε στα δημόσια βάρη, ασκώντας ένα θεμελιώδες πολιτικό μας δικαίωμα.

Δεν γνωρίζω αν το δημόσιο ορίζει τη σχέση του με τους πολίτες διαφορετικά, και για το λόγο αυτόν ζητώ να προσδιοριστεί η έννομη σχέσης δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας το κράτος μας επιβάλλει φόρους, εισφορές και τέλη, απαιτώντας την άμεση εξόφλησή τους, παρακάμπτοντας μάλιστα τη αδυναμία εξόφλησης που προκύπτει από έλλειψη πόρων αλλά και από αδυναμία συναίνεσης λόγω μη τήρησης των όρων της έννομης σχέσης όταν αυτή προσβάλλεται μονομερώς από την εξουσία. Ζητώ να προσδιοριστεί η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας το κράτος νομιμοποιείται να κατάσχει την ατομική ιδιοκτησία των πολιτών, όταν η απαίτηση εισφοράς είναι δυσανάλογη προς τις δυνάμεις τους, κατά παράβαση του  άρθρου 4, παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει το φορολογικό μας δικαίωμα, του άρθρου 7 παρ. 3 Σ, που ορίζει ότι «η γενική δήμευση απαγορεύεται», του άρθρου 9 παρ. 1 Σ, που ορίζει ότι «η κατοικία του καθενός είναι άσυλο», και «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», και του άρθρου17 παρ. 1 Σ, που ορίζει ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους».

Ζητώ να προσδιοριστεί η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας το κράτος δικαιούται να κτίσει φορολογικές φυλακές, ποινικοποιώντας την αδυναμία εισφοράς των πολιτών στα δημόσια βάρη, ή έστω και να μας απειλεί ότι θα τις κτίσει, κατ’ αντίφαση και πάλι του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους»

Λαμβάνοντας υπόψιν ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα και την κοινή παραδοχή της φιλοσοφίας του Δικαίου ως προς τον προσδιορισμό των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα φιλελεύθερα και δημοκρατικά πολιτεύματα, η σχέση μεταξύ πολιτών και εξουσίας, είναι σχέση μιας αμφίδρομης δίκαιης συνεργασίας και όχι σχέση υπακοής. Υπακοή, απαιτείται από τους πολίτες μόνον στα αυταρχικά πολιτεύματα και όχι στη Δημοκρατία όπως αυτή ορίζεται από τον Ύψιστο Νόμο μας. Για το λόγο αυτό στην αστυνομική μας ταυτότητα, αναγράφεται η Ελληνική Ιθαγένεια και όχι η υπηκοότητα. Πουθενά το Σύνταγμα δεν μας ζητά υπακοή παρά μονάχα υποχρέωση και σεβασμό. Με εξαίρεση τους κρατικούς λειτουργούς που οφείλουν να υπακούν στο Σύνταγμα και τους νόμους λόγω του καθήκοντος που έχουν αναλάβει, «να υπηρετούν το Λαό». (Σύνταγμα, άρθρο 103, παρ. 1)

Σύμφωνα με τον Ύψιστο νόμο μας, που υπερισχύει όλων των άλλων, υπακοή οφείλουν μόνον οι υπηρέτες του Λαού, και συγκεκριμένα οι κρατικοί λειτουργοί, και όχι αντιστρόφως, ο Λαός προς τους υπηρέτες του. Κατά συνέπεια οι υπηρέτες οφείλουν να λογοδοτούν στο λαό, για κάθε αντισυνταγματική συμπεριφορά τους, και όχι αντιστρόφως, να λογοδοτεί ο «κυρίαρχος Λαός», για κάθε πράξη ανυπακοής προς επιβολές της διοίκησης προκύπτουσες από αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων.

Διότι:
Ο Λαός είναι κυρίαρχος, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Συντάγματος και όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και οφείλουν να ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα. Συμπερασματικά, εξουσίες που δεν ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα, χάνουν τη νομιμότητά τους και κατά συνέπεια το δικαίωμα να επιβάλλουν μέσω της διοίκησης τη θέλησή τους, καθώς αυτή παύει να θεωρείται «Θέληση Δημοκρατικού Κράτους». Κατά συνέπεια η διοίκηση, που σύμφωνα με το άρθρο 103 του συντάγματος είναι «εκτελεστής της θέλησης του Κράτους και υπηρετεί το Λαό, οφείλοντας πίστη στο Σύνταγμα», δεν νομιμοποιείται να εκτελέσει θελήσεις της εξουσίας που πηγάζουν από την ίδια την εξουσία και όχι από το λαό, θελήσεις της εξουσίας που αποτελούν προϊόν κατάχρησης εξουσίας και όχι λαϊκής βούλησης. Γεγονός που τεκμηριώνεται από το άρθρο 25 του ν. 3528/2007, που ορίζει τη «Νομιμότητα των υπηρεσιακών ενεργειών».

Όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, η διοίκηση όχι μόνον δεν νομιμοποιείται να επιβάλει στους πολίτες την αλλοτριωμένη λόγω κατάχρησης εξουσίας θέληση του Κράτους, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3528/2007 «οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή». Η οφειλή αυτή αφορά κάθε υφιστάμενο υπάλληλο που οφείλει να αναφέρει χωρίς αναβολή, κάθε διαταγή «προδήλως αντισυνταγματική» είτε αυτή τεκμηριώνεται με αντισυνταγματική διάταξη νόμου, είτε προκύπτει από αυθαίρετη ερμηνεία. Ο Προϊστάμενος που λαμβάνει την αναφορά, επίσης ως υφιστάμενος των προϊσταμένων του, οφείλει να μην την εκτελέσει, άρα να μην διατάξει την εκτέλεση στους υφισταμένους του, και να αναφέρει χωρίς αναβολή στους προϊσταμένους του, το γεγονός της αντισυνταγματικότητας της διάταξης νόμου ή της διαταγής που ανέλαβε να εκτελέσει. Με αυτό τον τρόπο η αναφορά και καταγγελία της αντισυνταγματικής διάταξης ή διαταγής, φθάνει μέχρι τον Υπουργό, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και αν χρειαστεί το Συμβούλιο της Επικρατείας. Μέσω δηλαδή της κρατικής μέριμνας για την ανεμπόδιστη άσκηση των δικαιωμάτων του λαού, και όχι μέσω της δικαστικής προσφυγής του λαού που αδικείται από την εξουσία. Αυτός είναι ο νόμιμος τρόπος λειτουργίας της κρατικής διοίκησης, που οχυρώνει το δημοκρατικό μας πολίτευμα, και εγγυημένα «υπηρετεί το Λαό» ικανοποιώντας τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 103 του Συντάγματός μας.

Η υποχρέωση της Διοίκησης να νομιμοποιήσει τις υπηρεσιακές της ενέργειες σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 3528/2007, ορίζεται από το ίδιο το άρθρο του συγκεκριμένου νόμου, και ενισχύεται από τις τεκμηριωμένες δηλώσεις επιφύλαξης των πολιτών, περί αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων που τους αφορούν άμεσα. Η ενίσχυση της υποχρέωσης δια της κατάθεσης καταγγελιών, επιβάλλει από τον κυρίαρχο Λαό προς την εξουσία, την απαίτηση του σεβασμού και της υπακοής προς το Σύνταγμα! Ενώ η άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος από πλευράς των κρατικών λειτουργών, στοιχειοθετεί το ύψιστο πειθαρχικό παράπτωμα, σύμφωνα με τους ορισμούς της παρ. 1 του άρθρου 107 του ν. 3528/2007 που επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης. (ν. 3528/2007 άρθρο 109, παρ. 2.)

Κανείς υπάλληλος λοιπόν δεν νομιμοποιείται, να επιβάλλει φόρους, τέλη και εισφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή διατάξεων νόμων προδήλως αντισυνταγματικών, ιδίως όταν η αντισυνταγματικότητα γίνεται πρόδηλη με την κατάθεση τεκμηριωμένης δήλωσης επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα συγκεκριμένων διατάξεων από τους άμεσα αδικημένους πολίτες. Διότι κατόπιν μιας τέτοιας κατάθεσης ο υπάλληλος χάνει το τεκμήριο της αθωότητας από άγνοια, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται ευκολότερα το παράπτωμα της άρνησης αναγνώρισης του Συντάγματος.

Ούτε δικαιούται δηλώνοντας αναρμοδιότητα, να απενεργοποιήσει τη δυνατότητα αναφοράς προς τους ανωτέρους του, κυρίως όταν η αναφορά αυτή γίνεται απαιτητή από τους πολίτες, και να προβεί στην εκτέλεση μιας πράξης, για τον έλεγχο της συνταγματικότητας της οποίας δηλώνει αναρμόδιος. Διότι στην περίπτωση αυτή στοιχειοθετούνται,  «έγκλημα που τελείται με παράλειψη», «παράβαση καθήκοντος» και «άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος». Η παράβαση καθήκοντος προκύπτει από το άρθρο 103 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ένα καθήκον διττό: Να εκτελούν αφ’ ενός τη θέληση του κράτους και αφ’ ετέρου να υπηρετούν το λαό. Όταν λοιπόν η εκτέλεση του καθήκοντος γίνεται μονομερής, περιοριζόμενη αποκλειστικά στην εκτέλεση της θέλησης του κράτους αδιαφορώντας για τα τεκμηριωμένα επιχειρήματα που καταθέτει ο λαός βάσει των οποίων αποδεικνύεται ότι η θέληση του κράτους ως προς την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου νόμου είναι αντισυνταγματική, στοιχειοθετείται η παράβαση καθήκοντος με την αιτιολογία ότι δεν υπηρετείται ο λαός με ευσυνείδητο τρόπο.

Η αδιαφορία και η παράκαμψη των τεκμηριωμένων αντιρρήσεων των πολιτών, ως προς τη συνταγματικότητα ενός νόμου από την εκτέλεση του οποίου βλάπτονται, σαφέστατα περιορίζει τα δικαιώματά τους, κατ’ αντίφαση προς το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκησή τους». «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει η επιφύλαξη υπερ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

Η αδιαφορία και η παράκαμψη των τεκμηριωμένων αντιρρήσεων, είναι ένας περιορισμός, που δεν προκύπτει από το σύνταγμα. Αν προκύπτει από νόμο, πρέπει ο κρατικός λειτουργός να αναφέρει το συγκεκριμένο νόμο βάσει του οποίου δικαιούται να παρακάμψει τις αντιρρήσεις προχωρώντας προς την εκτέλεση της Θέλησης του Κράτους. Αν δηλώσει αναρμοδιότητα, όπως δικαιούται, πρέπει να το αναφέρει στους προϊσταμένους του, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3528/2007  και να μην εκτελέσει την υπό αμφισβήτηση «θέληση του Κράτους», μέχρι να λάβει εντολή από τους ανωτέρους του που θα δηλώσουν αρμόδιοι. Η ευθύνη τότε, μεταφέρεται στους ανωτέρους του.

Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας ενός νόμου και της συνταγματικότητας των υπηρεσιακών ενεργειών, δεν επαφίεται αποκλειστικά στην δικαστική εξουσία, στην οποία ζητά την ύστατη προστασία ο πολίτης μόνον όταν βεβαιωθεί ότι οι υπηρεσιακές ενέργειες δεν υπήρξαν νόμιμες. Άλλωστε στην δικαστική εξουσία κατατρέχει ο πολίτης, επιφορτιζόμενος ένα υψηλό κόστος, για να αναζητήσει ευθύνες από τους κρατικούς λειτουργούς και όχι διότι υποχρεούται να ελέγχει δι αυτού του τρόπου τη συνταγματικότητα των νόμων που τον αφορούν.

Από πουθενά δεν προκύπτει η υποχρέωση του πολίτη να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων που τον αφορούν μέσω της δικαστικής εξουσίας, διότι την υποχρέωση αυτή έχουν αναλάβει κατ’ αρχήν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως φύλακας του Συντάγματος, πληρωνόμενος για την υπηρεσία του αυτήν αδρά, και στη συνέχεια ένα σύνολο κρατικών υπηρεσιών όπως η επιστημονική επιτροπή της Βουλής, ο συνήγορος του Πολίτη, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ)

Η παράλειψη της χρήσης όλων αυτών των υπηρεσιών από την κρατική διοίκηση, όταν οι πολίτες υποβάλλουν τεκμηριωμένες αντιρρήσεις, όχι μόνον δε συμφωνεί με το άρθρο 25 του ν. 3528/2007 περί νομιμότητας των υπηρεσιακών ενεργειών, αλλά στοιχειοθετεί και «έγκλημα που τελείται με παράλειψη», εμπίπτοντας στο άρθρο 15 του Π.Κ. στην περίπτωση που ο πολίτης τεκμηριωμένα αποδείξει ότι από την παράλειψη αυτήν αδικήθηκε. Διότι «έγκλημα», σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 του Π.Κ. «είναι πράξη άδικη, και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο». Και σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του Π.Κ. «Στις διατάξεις των ποινικών νόμων, ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις».

Αν λοιπόν ο αδικημένος πολίτης, αποδείξει ότι αδικήθηκε από παράλειψη της διοίκησης, διότι δεν είναι χρέος δικό του ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δια της δικαστικής οδού αλλά χρέος της Πολιτείας και των υπηρεσιών που έχουν συσταθεί ειδικά για τον σκοπό αυτόν, τότε θα μπορέσει να αξιώσει την ποινική δίωξη των κρατικών λειτουργών που τελέσαν την παράλειψη.

Οι παραλείψεις της διοίκησης, στην περίπτωση που τις καταγγείλουν οι πολίτες αποδεικνύοντας ότι από αυτές αδικήθηκαν, εμπίπτουν και στο άρθρο 134 παρ. 2 του Ποινικού μας Κώδικα, περί προσβολής του Πολιτεύματος και εσχάτης προδοσίας, με την κατηγορία ότι επιχείρησαν να καταστήσουν ανενεργά, διαρκώς ή προσκαίρως, θεμελιώδεις αρχές και θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 134Α του Π.Κ. «θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται: στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα» Η κρατική διοίκηση ως μέρος της εκτελεστικής εξουσίας, σαφώς και εμπίπτει στο άρθρο 134 παρ. 2 του Π.Κ. περί Εσχάτης Προδοσίας, με μόνη εξαίρεση την οριζόμενη από το άρθρο 134Β του Π.Κ. που ορίζει τα εξής: «Δεν τιμωρούνται ως συμμέτοχοι στις πράξεις του άρθρου 134 δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί, που άσκησαν τα καθήκοντά τους όσο διήρκεσε ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας ή η παράνομη κατάλυση, η μεταβολή ή η αδράνεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, αν η άσκηση των καθηκόντων τους ήταν αναγκαία αποκλειστικώς για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και δεν έγινε με σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας από τους σφετεριστές της.

Κατά συνέπεια, σε καμιά περίπτωση δεν νομιμοποιείται η Διοίκηση να απενεργοποιήσει τις θεμελιώδεις αρχές και θεσμούς του πολιτεύματος, ακόμη και αν η άσκηση των καθηκόντων της είναι αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους, απλώς σε τούτη την περίπτωση δεν τιμωρούνται οι υπάλληλοι για εσχάτη προδοσία. Πώς όμως θα μπορέσει να τεκμηριώσει ένας υπάλληλος, ότι η επιβολή εξουθενωτικών φόρων, τελών και εισφορών που προκύπτουν από προδήλως αντισυνταγματικές διατάξεις, ήταν αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και δεν γινόταν με σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας από τους σφετεριστές της; Ιδίως αν αποκαλυφθεί ότι η αλλοτριωμένη αυτή θέληση του κράτους δεν εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον αλλά τους σφετεριστές; (όπως επί παραδείγματι τις τράπεζες, προς τις οποίες παρανόμως διέρρευσαν 230 δις ευρώ κρατικών πόρων, που αδίκως καλούνται να αποπληρώσουν οι πολίτες. Διότι σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση 28/1/2013 του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών) καθίσταται σαφές ότι «δεν είναι ευθύνη της χώρας στην οποία μια τραπεζική εταιρία έχει την έδρα της να καλύπτει τα έξοδα των εγγυήσεων του τραπεζικού συστήματος, διότι ο μηχανισμός ασφαλείας τους πρέπει να καλύπτεται από τις ίδιες τις τράπεζες» και κατά συνέπεια, οι λαοί δεν οφείλουν να καλύψουν την ανακεφαλαιοποίησή τους. Βάσει αυτής της δικαστικής απόφασης, χιλιάδες πολίτες θα αξιώσουν ότι αδικήθηκαν ζητώντας ποινικές ευθύνες κατά παντός υπευθύνου, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι κρατικοί λειτουργοί που επέτρεψαν να συντελεστεί το έγκλημα, δια ενεργειών και παραλείψεων).

Μελετώντας τον Ποινικό μας Κώδικα, διαπιστώνουμε ότι η πράξη ή παράλειψη των κρατικών λειτουργών δια της οποίας αδικούνται οι πολίτες, θεωρείται άδικη ακόμη και όταν ο υπάλληλος την επιχείρησε για να εκτελέσει προσταγή που του έδωσε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους η αρμόδια αρχή, αν ο νόμος επιτρέπει στον αποδέκτη της προσταγής να εξετάσει αν είναι νόμιμη ή όχι. (άρθρο 21 Π.Κ.) Στην περίπτωση λοιπόν εκτέλεσης προσταγής, η πράξη είναι δεν είναι άδικη αναφορικά προς τους στρατιωτικούς και τα σώματα ασφαλείας που δεν δικαιούνται να εξετάσουν τη νομιμότητά της, είναι όμως άδικη αναφορικά προς τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς σύμφωνα με το ν. 3528/2007 (δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας) άρθρο 25, παρ. 2 και 3, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν δέχονται προσταγές αλλά διαταγές, και έχουν όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να εξετάσουν τη νομιμότητα και συνταγματικότητα των διαταγών, να αναφέρουν εγγράφως την αντίθετη γνώμη τους και να μην τις εκτελούν αν τις θεωρούν αντισυνταγματικές. Μελετώντας το άρθρο 20 του Π.Κ. που ορίζει ότι «ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο, διαπιστώνουμε ότι «αποκλείεται μεν ο άδικος χαρακτήρας της πράξης», όχι όμως της παράλειψης μη εκτέλεσής της στην περίπτωση που αυτή αντίκειται στο σύνταγμα, και κυρίως όταν η μη εκτέλεσή της απαιτείται από τους πολίτες με τεκμηριωμένα επιχειρήματα.

Το γεγονός ότι οι υπάλληλοι προς το παρόν, δεν τιμωρούνται για παράβαση καθήκοντος, εγκλήματα από παράλειψη και εσχάτη προδοσία όταν επιβάλλουν στους πολίτες την εφαρμογή αντισυνταγματικών νόμων, και μάλιστα εν γνώσει τους όταν αμυνόμενοι οι πολίτες καταγγέλλουν αιτιολογημένα την αντισυνταγματικότητα αυτών, δεν σημαίνει ότι οι πράξεις τους είναι νόμιμες, αλλά μάλλον τεκμηριώνει το γεγονός της εσχάτης προδοσίας από τους ανωτέρους τους που τους καλύπτουν. Διότι θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 134Α του Π.Κ. και η διάκριση των εξουσιών, και η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα, και η αρχή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών μας δικαιωμάτων, αρχές που όλοι μας πλέον γνωρίζουμε ότι απενεργοποιούνται και αλλοιώνονται όχι κατ’ εξαίρεση αλλά συστηματικά.  

Είναι εμφανές πως όταν η κρατική διοίκηση απενεργοποιεί, θεμελιώδεις αρχές και θεσμούς του πολιτεύματος, δεν προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών μεταξύ των οποίων βρίσκεται και το δικαίωμα της μη συναίνεσης στη θέληση του κράτους, όπως θα αποδείξω στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο με τίτλο ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ. Με αποτέλεσμα οι πολίτες να εξαναγκάζονται να προστατευθούν από την δικαστική εξουσία, η οποία είναι εξίσου αμείλικτη. Κάνοντας σαφή διάκριση μεταξύ εύπορων και άπορων πολιτών, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Ίσοι μεν, αλλά όχι στη χώρα τους, όπου για να αμυνθούν από το ανάλγητο θεριό της εξουσίας μέσω του θεσμού της δικαιοσύνης, θα πρέπει να έχουν ή ιδιόκτητο δικηγορικό γραφείο με άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό, ή μια ανυπολόγιστη περιουσία.

Δεν θεωρώ αναγκαίο προς το παρόν να επεκταθώ, σε παρουσίαση συγκεκριμένων γεγονότων που αποδεικνύουν ότι στην Ελλάδα δεν τηρείται το σύνταγμα, (δηλώνοντας ότι έχω συγκεντρωμένα τούτα τα στοιχεία και μπορώ να τα καταθέσω αν μου ζητηθεί), ούτε θα γίνω γραφικός υποστηρίζοντας ότι μόνον τώρα επιχειρείται η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος με τη βία, λόγω πίεσης των δανειστών μας και υποθήκευσης της Εθνικής μας Κυριαρχίας. Διότι η χώρα μας τελεί μονίμως υπό καθεστώς εσχάτης προδοσίας, και είναι γνωστό στους πάντες, υποθέτω και στους δικαστές, ότι δεν έχουμε δημοκρατία. Στους δικαστές που ίσως τώρα, που το θεριό της εξουσίας βρυκολάκιασε και ζητά αίμα, αποφασίσουν να δουν κάτω από νέο πρίσμα την υπόθεση.

Επειδή, ρόλος της εφορίας είναι η διαχείριση φορολογικών υποθέσεων, όπως αυτές ορίζονται από τα άρθρα 4 και 78 του συντάγματος, ως δικαίωμα συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ενώ η υπόθεσή μας είναι πλέον φοροληστρική, καθώς απαιτείται  από το κράτος να συνεισφέρουμε όχι μόνον στα δημόσια βάρη αλλά και σε αυτά των ιδιωτικών εταιριών, όπως επί παραδείγματι στην ανακαιφαλαιοποίηση των τραπεζών, κατά παράβαση του Συντάγματος, επιβάλλοντάς μας φόρους που δεν καθορίζονται από το πραγματικό μας εισόδημα αλλά από εισοδήματα εικονικά που ψευδώς ονομάζονται αντικειμενικά, από τα κυβικά του κινητήρα του αυτοκινήτου μας, από τα τετραγωνικά μέτρα του σπιτιού μας κλπ., θα ήταν εύλογο η Δ.Ο.Υ. της κάθε περιοχής να δηλώσει αναρμοδιότητα καθώς τις υποθέσεις ληστείας τις χειρίζεται η αστυνομία.

Ένας επιπλέον λοιπόν λόγος για τον οποίον η Δ.Ο.Υ. δεν νομιμοποιείται να μας επιβάλλει και να εισπράξει χρηματικά ποσά που προκύπτουν από τη θέληση του κράτους να ληστέψει τους πολίτες, με στόχο όχι βέβαια το ανύπαρκτό τους εισόδημα αλλά την ακίνητή τους περιουσία, είναι η αναρμοδιότητα. Το γεγονός ότι το αδηφάγο κράτος συνηθίζει αντισυνταγματικά να επιβάλλει σε υπηρεσίες μη αρμόδιες την φοροληστεία, τεκμηριώνεται και από την επιβολή στη ΔΕΗ να εισπράττει το γνωστό σε όλους μας «χαράτσι».

Επανερχόμενος στην αρχική μου τοποθέτηση, κατά την οποία στο δημοκρατικό μας πολίτευμα η σχέση μεταξύ πολίτη και κράτους δεν είναι σχέση μονόπλευρης υπακοής αλλά σχέση μιας αμφίδρομης συνεργασίας από την οποία προκύπτει το δικαίωμα  συμμετοχής στα δημόσια βάρη ως θεμελιώδες πολιτικό μου δικαίωμα που μου επιτρέπει να συμμετέχω στο πολιτικό γίγνεσθαι, δηλώνω ότι η σχέση αυτή έχει από το κράτος μονομερώς προσβληθεί, δίχως δική μου υπαιτιότητα, διότι το πολιτικό γίγνεσθαι τελείται καταλυτικά προς το σύνταγμα, με αποτέλεσμα το δικαίωμα συμμετοχής να έχει πάψει να υφίσταται.

Υπό αυτούς τους όρους το κυρίαρχο ερώτημα, δεν αφορά τη διευκρίνιση του ποσού που υποτίθεται ότι οφείλω στην εφορία, αφού δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση, αλλά τη διευκρίνιση του είδους της σχέσης που συνδέει τον πολίτη με την εξουσία, όταν η εξουσία πηγάζει μεν από το λαό, (με την έννοια ότι εκλέγεται κάθε τετραετία) αλλά λαμβάνοντας από αυτόν ως είθισται μία λευκή επιταγή, εξαργυρώνει δι αυτής τα πιο τρελά όνειρα κατάχρησης! Γενικά, όταν το δικαίωμα  συμμετοχής στα δημόσια βάρη, μεθερμηνεύεται σε υποχρέωση συντήρησης του τέρατος που προκύπτει από την συστηματική κατάχρηση εξουσίας των πολιτικών, του τέρατος που πλέον βρυκολάκιασε και για να παραμείνει στη ζωή ζητά αίμα, η σχέση Δημοσίου Δικαίου που συνδέει φορολογικά τον πολίτη με την εξουσία παύει να είναι έννομη, ενώ νομιμοποιείται το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής (σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 4 του συντάγματος) που δικαιοδοτεί και υποχρεώνει τον πολίτη να αντιδράσει με κάθε μέσο!

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ερώτημα προς την κυβέρνηση που καλείται να απολογηθεί, προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους που καλείται να γνωμοδοτήσει, προς τον Συνήγορο του Πολίτη και την Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που καλούνται να μας προστατεύσουν, ίσως και προς το διοικητικό δικαστήριο που θα κληθεί να επιλύσει ένα πρόβλημα κακοδιοίκησης, δεν είναι πόσα χρήματα οφείλουν πραγματικά οι πολίτες προς το κράτος, αλλά βάσει ποιάς έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου τα οφείλουν, και κατά πόσο η σχέση αυτή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κρατικών απαιτήσεων παραμένει έννομη.

ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΙΣ, ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΕΣ ΝΟΜΙΚΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΡΩΤΗ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της κυβέρνησης, διότι κέρδισε νόμιμα τις εκλογές. Μία παραπλανητική απάντηση των ΜΜΕ και των λαοπλάνων πολιτικών σύμφωνα με την οποία «κάθε κυβέρνηση που εκλέγεται νόμιμα, διατηρεί τη νομιμότητά της καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας». Σύμφωνα με αυτήν, οι βουλευτές δια της ψήφου, λαμβάνουν μία λευκή επιταγή για να τη χρησιμοποιήσουν ανάλογα με τις επιθυμίες τους, μέχρι και για σκοπό ιδιοτελή, παρόλο που η ιδιοποίηση της εξουσίας (σφετερισμός) στοιχειοθετεί το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Εκμεταλλευόμενοι με τον πλέον ανέντιμο τρόπο, το άρθρο 86 του συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο μόνον η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη εναντίον τους για τα ποινικά αδικήματα που κατά κόρον διαπράττουν, συναποφάσισαν να ιδιοποιηθούν την ίδια τη Βουλή, «να την κάνουν μαγαζάκι τους» όπως πολύ σοφά αντιλαμβάνεται ο λαός, λειτουργώντας ως νομοθέτες και κριτές των νομοθετημάτων τους, ως εγκληματίες και δικαστές των εγκλημάτων τους, ως καταχραστές του Συντάγματος και παράλληλα ως φύλακές του. Είναι εμφανές ότι το άρθρο 86 λειτουργεί ως ο Εφιάλτης του Συντάγματος, που ανοίγει την κερκόπορτα στους επίδοξους παραβιαστές του, με στόχο την αφαίρεση της λαϊκής κυριαρχίας και την εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Είναι ο Ύμνος της κομματοκρατίας, που το 2001 υπερψηφίστηκε από 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ενώ ο εκτελεστικός νόμος «Περί ευθύνης υπουργών» (ν. 3126/2003) υπερψηφίστηκε και από τους βουλευτές του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. (βλ. στην ιστοσελίδα του Ευάγγελου Βενιζέλου, άρθρο αναρτημένο στις 30/4/2011 για το άρθρο 86 και την ποινική ευθύνη υπουργών 

Είναι αλήθεια ότι ακόμη και ο πλέον ανυποψίαστος πολίτης, δεν θα μπορούσε να θεωρήσει τυχαία μία τέτοια πολιτική ομοφωνία, μεταξύ πολιτικών αντιπάλων που στην αρένα της τηλεθέασης και της δημαγωγίας συμπεριφέρονταν ειδικά εκείνη την περίοδο, ως μεσαιωνικοί ξιφομάχοι. Δεν μπόρεσαν όμως να αντισταθούν στο δέλεαρ που τους προσφέρθηκε, να αλλοιώσουν και να καταστήσουν ανενεργές θεμελιώδεις αρχές και θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, μεταξύ των οποίων είναι «η αρχή της διάκρισης των εξουσιών», «η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» και «η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα» (βλ. άρθρο 134Α του Π.Κ.), διαπράττοντας έτσι ως επίδοξοι εθνοσωτήρες μεν, αλλά ως κοινοί θνητοί με πάθη δε, το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων.

Διότι όταν η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία αναλαμβάνει να δικάζει τον εαυτό της, για κάθε ποινικό της αδίκημα, ακόμη και για την εκχώρηση της Εθνικής μας κυριαρχίας, παρακάμπτει με τον δολιότερο τρόπο την δικαστική εξουσία, την οποία περιορίζει στην εκδίκαση των δευτερεύουσας σημασίας αδικημάτων του προδομένου λαού. Η δικαιοσύνη δεν είναι πλέον ανεξάρτητη, αφού η δικαιοδοσία της πάνω στα καίρια εθνικά θέματα, εξαρτάται από την καλή θέληση των βουλευτών. Με αποτέλεσμα η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών μας δικαιωμάτων να ακυρώνεται, όταν τα δικαιώματά μας αυτά αποστερούνται από την ίδια τη Βουλή.

Πολίτευμα, είναι το «σύστημα διακυβέρνησης» που όπως κάθε λειτουργικό σύστημα, έχει ανοχύρωτα σημεία δια των οποίων μπορεί να προσβληθεί από ιούς. Αναφέρομαι σε κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι δημιουργοί λειτουργικών συστημάτων, των οποίων ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος, είναι το κλείσιμο (fixing) αυτών των τρωτών σημείων. Το σύστημα λοιπόν διακυβέρνησης, που ακούει στο όνομα «Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία», έχει προσβληθεί από τον ιό τον γνωστό ως  «άρθρο 86», με αποτέλεσμα να έχει αλλοιωθεί και να έχει καταστεί ανενεργό, προσφέροντας δικαιοδοσία στον κάθε επίδοξο καταχραστή του, προστατεύοντάς τον με την ασυλία του εν λόγω ιού. Το αποτέλεσμα; Δεν έχουμε πια δημοκρατία, παρά μονάχα μια δημοκρατία κατ’ επίφασιν, μια δημοκρατία για τα μάτια του κόσμου, ένα αλλοτριωμένο πολίτευμα που νομιμοποιεί, κάθε καιροσκόπο  λαοπλάνο και πάροχο ψευδών υποσχέσεων.

Η άποψη ότι η νόμιμη υφαρπαγή των εκλογών, νομιμοποιεί την εκλεγείσα κυβέρνηση καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας, είναι η θέση των δημαγωγών, που δεν έχει καμία νομική υπόσταση και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να επηρεάσει την θέση των δικαστών. Διότι, η νομιμότητα της εξουσίας ορίζεται σαφώς από το Σύνταγμα. Και συγκεκριμένα από το άρθρο 59, σύμφωνα με το οποίο ο βουλευτής δεν γίνεται νόμιμος εκπρόσωπος του λαού όταν λάβει την εξουσιοδότηση δια της ψήφου, αλλά όταν ορκιστεί ότι θα τηρεί τα καθήκοντά του, κυριότερο των οποίων είναι η πίστη στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, η υπακοή του στο Σύνταγμα και τους νόμους και η εκπλήρωση με ευσυνείδητο τρόπο των καθηκόντων του. Γεγονός που τεκμηριώνει την άποψη ότι κάθε φορά που παύει να υπακούει στο Σύνταγμα, δια της ψήφισης αντισυνταγματικών νόμων, χάνει την λαϊκή εξουσιοδότηση άρα και την νομιμότητα του βουλευτικού αξιώματος. Σήμερα οι βουλευτές, ως αντιπρόσωποι του λαού σε ένα αλλοτριωμένο πολίτευμα, υποβάλλονται στο δίλλημα μεταξύ της υπακοής στο Σύνταγμα αφ’ ενός και της υπακοής στο κόμμα τους αφετέρου, λόγω του καταναγκασμού τους στη γνωστή κομματική πειθαρχία. Δεν είναι πλέον αλήθεια ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση» όπως θα όφειλαν σύμφωνα με το άρθρο 60 του Συντάγματος. Διότι τα δικαιώματα αυτά περιορίζονται από το αίτημα της κομματικής πειθαρχίας, μιας πειθαρχίας που έχει μετατρέψει τη Βουλή σε στρατόπεδο αντίπαλων παρατάξεων, εξ’ αιτίας της αλλοτρίωσης του πολιτεύματος από Δημοκρατία σε Κομματοκρατία. Με αποτέλεσμα οι βουλευτές να χάνουν την ιδιότητα των εκπροσώπων του Λαού δια της οποίας ο ρόλος τους νομιμοποιείται, και να μετατρέπονται σε πειθαρχημένα, αγνώμονα και ασυνείδητα στρατιωτάκια του κόμματος. Καταλήγοντας να φέρονται σαν τους υπνοβάτες, ψηφίζοντας μέχρι και την εκχώρηση της Εθνικής μας κυριαρχίας, ομολογώντας ξεδιάντροπα στο λαό ότι δεν διάβασαν τους όρους της Σύμβασης παραχώρησης!!!!

Το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται, από την νόμιμη υφαρπαγή των εκλογών, τεκμηριώνεται πέραν των προαναφερόμενων και από το άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος.  Κάθε φορά λοιπόν που η κυβέρνηση κατευθύνει την πολιτική της χώρας με αντισυνταγματικούς ορισμούς, χάνει τη νομιμότητά της. Και σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος, κάθε εξουσία είναι νόμιμη, όταν πηγάζει από το Λαό, όταν υπάρχει υπέρ αυτού και του Έθνους και όταν ασκείται όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κάθε εξουσία είναι νόμιμη, όταν και καθ’ όσο διάστημα ανταποκρίνεται στην πρωταρχική της υποχρέωση, που είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Κάθε φορά που ο σεβασμός αυτός ατονεί, λόγω μη ευσυνείδητης άσκησης των βουλευτικών καθηκόντων, εκ της οποίας η προστασία της αξίας του ανθρώπου καθίσταται δυσχερής ή ακόμη και αδύνατη, η κυβέρνηση χάνει τη νομιμότητά της ενεργοποιώντας το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής , όπως αυτό ορίζεται από το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος, με στόχο την ακύρωση των αντισυνταγματικών νόμων, την ανάκληση των μη ευσυνείδητων βουλευτών, την υποχρέωσή τους να δώσουν εξηγήσεις και να δικαστούν για τις ποινικές παραβάσεις τους. Επειδή το Σύνταγμά μας δια της βουλευτικής ασυλίας αποτρέπει τη δυνατότητα εκτόνωσης του προβλήματος, ενός προβλήματος που επιτρέπει την κατάλυση της δημοκρατίας, τίθεται το εύλογο ερώτημα: Πώς μπορεί να οχυρωθεί η δημοκρατία από τον κίνδυνο να καταχραστούν την εξουσία οι αντιπρόσωποι του λαού;

Το σημερινό δημοκρατικό πολίτευμα έχει αλλοιωθεί, χάνοντας τις δικλείδες ασφαλείας που του προσφέρουν τη δυνατότητα οχύρωσης από τους καταχραστές της εξουσίας. Με αποτέλεσμα η λαϊκή κυριαρχία να έχει μετατραπεί σε κυριαρχία των πειθήνιων προς το κόμμα τους βουλευτών, των προσφιλών προς αυτούς δικαστών και των υπάκουων κρατικών λειτουργών. Δεν έχουμε λοιπόν δημοκρατία, ούτε η κυβέρνηση είναι νόμιμη, απλώς διατηρούνται τα προσχήματα, για λόγους δημαγωγίας και τηλεθέασης.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Η βουλευτική ασυλία είναι αναγκαία, για να μπορέσει να κυβερνηθεί το κράτος, διότι η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής θα έφερνε ακυβερνησία. Άλλωστε υπάρχει σε πολλές δημοκρατικές χώρες του δυτικού κόσμου. (Απάντηση του Ελ. Βενιζέλου στον προσωπικό του ιστότοπο)

Η απάντηση αυτή υπονοεί, ότι οι παραβιάσεις του συντάγματος και η ψήφιση αντισυνταγματικών νόμων, είναι αναγκαία για την καλύτερη διακυβέρνηση του κράτους και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Διότι αν οι βουλευτές παραμένουν πιστοί στον όρκο τους και κυβερνούν νόμιμα σύμφωνα με το σύνταγμα, δεν χρειάζονται την βουλευτική ασυλία. Αφού δια της άρσης της, δεν θα ποινικοποιούνταν όπως ισχυρίζονται η «πολιτική ζωή» αλλά η κατάχρηση εξουσίας και ο σφετερισμός του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η αναγκαιότητα παραβίασης του Συντάγματος προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, αποτελεί τη συνήθη δικαιολογία κάθε ξιπασμένου δικτάτορα, που δεν διαφέρει καθόλου από την δικαιολογία των δικών μας δημαγωγών.

 Η δικαιολογία ότι η ασυλία των βουλευτών και η παραγραφή των αδικημάτων τους υπάρχει και σε άλλες δημοκρατικές χώρες, επίσης δεν ευσταθεί, διότι δύσκολα πλέον τεκμηριώνεται ότι οι χώρες αυτές έχουνε δημοκρατία καθώς το όνομα μόνον δεν αρκεί. Είναι γνωστό ότι ακόμη και τα πλέον αυταρχικά πολιτεύματα του κόσμου, όπου είχαν αποστερηθεί όλα τα ατομικά δικαιώματα, αυτοαποκαλούνταν δημοκρατικά, και συγκεκριμένα «λαϊκές δημοκρατίες»! Και η Δυτική Ευρώπη όμως σήμερα δεν βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα. Παραθέτω απόσπασμα μιας από τις πολλές καταγγελίες προς την Ευρωβουλή του γνωστού μας Ευρωβουλευτή Nigel Farag, που αμφισβητούν με τον σκληρότερο τρόπο την δημοκρατικότητα του νέου συστήματος διακυβέρνησης της Ευρώπης:

«Τρία πράγματα κτυπούν το καμπανάκι, για τον τρόπο που το νέο σύστημα διακυβερνήσεως θα επιβληθεί στα έθνη της Ευρώπης.
Το πρώτο είναι το πόσο λίγο οι Ευρωπαϊκοί λαοί, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού, όντως γνωρίζουν ακριβώς σε τι σύστημα διακυβερνήσεως θα βρεθούν να ζουν.
Το δεύτερο, είναι το πόσο εξαιρετικά αντιδημοκρατικό είναι αυτό το σύστημα. Οι περισσότεροι νόμοι και πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εγκρίνονται από μη εκλεγμένους αξιωματούχους πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς να δίνουν λόγο στα κοινοβούλια.
Έχει λεχθεί ότι οι μόνες χώρες του κόσμου, των οποίων οι νομοθετικές διαδικασίες είναι τόσο αποκρυπτικές, όπως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, είναι η Κούβα και η Βόρειος Κορέα.»

Νομικά, και μόνον ο υπαινιγμός ότι δια των ποινικών παραβάσεων των βουλευτών, και δια της ψήφισης αντισυνταγματικών νόμων επιτυγχάνεται καλύτερη διακυβέρνηση της χώρας και εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να εκληφθεί ως επιχείρηση αλλοίωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, στοιχειοθετώντας σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 2 του Π.Ν. το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Δύσκολα λοιπόν την απάντηση αυτή θα επέλεγε ένας σόφρων δικαστής.

ΤΡΙΤΗ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Λόγω αδυναμίας εύρεσης πόρων και εξάρτησης της χώρας μας από τους δανειστές, θα πρέπει να κάνουμε όλοι μας θυσίες, προσφέροντας από το υστέρημά μας και κάνοντας μερικές υποχωρήσεις, ακόμη και στην ανάγκη τήρησης του Συντάγματος, επιτρέποντας στους δανειστές μας «να παρακωλύσουν την Κυβέρνηση, από την ενάσκηση της εξουσίας που της παρέχει το Σύνταγμα, και να την εξαναγκάσουν να εκτελέσει ή να παραλείψει πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή», έστω κι αν αυτό αποτελεί παράβαση του άρθρου 134 του Π.Κ. λόγω προσβολής του Πολιτεύματος που συνιστά το έγκλημα της Εσχάτης Προδοσίας!

Η απάντηση αυτή, επιτρέπει κατά κάποιον τρόπο σε σφετεριστές της εξουσίας «να αλλοιώσουν καταστώντας ανενεργό, προσκαίρως, το δημοκρατικό μας πολίτευμα», κατά παράβαση του άρθρου 134 παρ. 2 του Π.Κ. περί Εσχάτης Προδοσίας, με την ελπίδα ότι σύντομα τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα, παραβλέποντας τη σοφή ρήση του λαού που μας τονίζει, ότι «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Γεγονός που επιβεβαιώνεται από την προαναφερθείσα επιφύλαξη του Ευρωβουλευτή Nigel Farag, περί της δημοκρατικότητας του νέου συστήματος διακυβέρνησης, στο οποίο δια της τεχνητής πτώχευσης και δια των δανεισμών, μας εξαναγκάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η τρίτη αυτή, όπως και οι δύο προηγούμενες απαντήσεις, είναι προτροπές των λαοπλάνων, που επιχειρούν με τα καλό να οδηγήσουν τον ανυποψίαστο λαό σε ένα τυραννικό καθεστώς. Δύσκολα όμως θα έπειθε έναν δικαστή, που λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, απαιτεί μια λογικότερη αιτιολογία. Διότι ένας λογικός άνθρωπος, εξετάζει και την περίπτωση που δεν θα εξελιχθούν τα γεγονότα, σύμφωνα με τους ευσεβείς μας πόθους! Και οργανώνει, το περίφημο PLAN B, την εναλλακτική λύση, που θα τεθεί σε εφαρμογή αν η πρώτη και προτεινόμενη, έστω και από την πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, αποτύχει.

Εύλογο είναι λοιπόν το ερώτημα: Και τί θα γίνει; Αν παρόλο που εμείς θυσιάσαμε τα πάντα, πουλήσαμε ακόμη και το σπίτι μας και το χωραφάκι του παππού για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της εφορίας, ενώ το κράτος υποθήκευσε όλη την εθνική μας περιουσία, τελικά δεν πέτυχε το πρόγραμμα, είναι αδύνατον να αποπληρωθεί το χρέος και πρέπει να παραχωρηθεί η εθνική μας κυριαρχία, σύμφωνα με τις υπογραφές που στις 14/1/2013, έθεσαν οι 166 νοήμονες κατά τα άλλα βουλευτές μας;

Τη λύση στο παραπάνω ερώτημα, μπορεί να τη δώσει μόνον η δικαστική εξουσία. Κάνοντας δεκτές και δικαιώνοντας τις προσφυγές των πολιτών περί αντισυνταγματικότητας νόμων, λόγω κατάχρησης εξουσίας και σφετερισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οργανώνοντας με τις δικαστικές τους αποφάσεις το plan B, την εναλλακτική λύση, που θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν οι υποδουλωμένοι Έλληνες πολίτες, τεκμηριώνοντας την άποψη ότι η υποθήκευση της χώρας τους έγινε κάτω από μη νόμιμο πολιτικό καθεστώς, και για το λόγο αυτόν είναι ακυρωτέα.


ΠΡΩΤΗ ΝΟΜΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Η σύσταση κυβέρνησης μέσω μιας νόμιμης διεξαγωγής εκλογών, δεν την νομιμοποιεί καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της. Διότι σύμφωνα με το άρθρο 82 του Συντάγματος, η κυβέρνηση νομιμοποιείται καθ’ όσο διάστημα κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος.

Το γεγονός ότι οι δανειστές μας εμπιστεύτηκαν τα χρήματά τους, θεωρώντας ότι η υποθήκευση της χώρας υπογράφεται από μια κυβέρνηση που νομιμοποιείται να το πράξει, λόγω του ότι κέρδισε νόμιμα τις εκλογές, βασίζεται στην εκ του πονηρού αποδοχή της πρώτης συνηθισμένης απάντησης, που όμως δεν στέκει νομικά. Γι’ αυτό και ζήτησαν η υπόθεση αυτή να εκδικαστεί σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο, ένα δίκαιο σχεδιασμένο για τη χειραγώγηση των Αγγλικών αποικιών.

Επειδή, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης παραχώρησης της Εθνικής μας κυριαρχίας, που υπέγραψαν στις 14/1/2013 οι 166 νοήμονες κατά τα άλλα βουλευτές, «Ούτε το δικαιούχο κράτος μέλος, ούτε η Τράπεζα της Ελλάδος, ούτε κανένα από τα αντίστοιχα περιουσιακά τους στοιχεία εξαιρούνται, λόγω εθνικής κυριαρχίας ή για άλλο λόγο, της δικαιοδοσίας, κατάσχεσης – συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση με το οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή διαδικασία σχετικά με τη σύμβαση τροποποίησης», και επειδή όπως άρχισαν ήδη οι δανειστές να ομολογούν ότι το πρόγραμμα λιτότητας δια του οποίου θα ανεβρίσκοντο οι πόροι απέτυχε, είναι μάλλον βέβαιο ότι αν η σύμβαση αυτή δεν ακυρωθεί, η Ελλάδα σύντομα θα πάψει να υπάρχει στον χάρτη, ως ανεξάρτητη χώρα. Και ο μόνος τρόπος ακύρωσής της είναι η αμφισβήτηση της νομιμότητας της παρούσας κυβέρνησης, για την οποία ελπίζω ότι έχω παραθέσει αρκετά στοιχεία, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι η επιτυχής ολοκλήρωση αυτού του έργου, μπορεί να γίνει μόνον απ’ τους Δικαστές.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΟΜΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Η πολιτική ανυπακοή, ως πράξη μη συναίνεσης, σε επιχειρήσεις κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι καθ’ όλα νόμιμη σύμφωνα με το άρθρο 120, παρ.2 & 4 του Συντάγματος, αποτελώντας ύψιστο Συνταγματικό Δικαίωμα και θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων, που διαθέτουν πατριωτισμό. Διότι ο σεβασμός προς το σύνταγμα και μόνον προς τους νόμους που συμφωνούν με αυτό, αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωσή μας, καθώς η τήρηση του Συντάγματος, επαφίεται στον πατριωτισμό μας. Ο πατριωτισμός είναι ο δεσμευτικός παράγοντας που εγγυάται την μη κατάχρηση αυτού του δικαιώματος, προς αποφυγή  διατάραξης της έννομης τάξης και της εύρυθμης λειτουργίας του Κράτους. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ορίζεται η έννοια της «νόμιμης πολιτικής ανυπακοής», που δεν εμπίπτει σε κανένα άρθρο του Ποινικού μας Κώδικα, καθώς στοχεύει αποκλειστικά στην προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος από τους σφετεριστές.

Συνεπώς, ως νόμιμα πολιτικά ανυπάκουοι και ανυπάκουες, θεωρούνται τα άτομα εκείνα που δηλώνουν μη συναίνεση στην εφαρμογή αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων και διαταγές κρατικών λειτουργών, με στόχο την αναθεώρησή τους από την κρατική εξουσία. Ο λόγος που επιχειρούν την προστασία της συνταγματικής δημοκρατίας δια της πολιτικής ανυπακοής και όχι δια της δικαστικής οδού, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην οικονομική αδυναμία τους να υποστηρίξουν ως το τέλος της μία δικαστική διαμάχη με ένα κράτος αλλοτριωμένο, αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει όλα τα ένδικα μέσα και ικανό να τα χρηματοδοτήσει, με στόχο την επιβολή της θέλησής του στους ανυπεράσπιστους πολίτες. Ο λόγος οφείλεται εν γένει και στο γεγονός ότι η δικαστική εξουσία ως υποταγμένη στην νομοθετική και την εκτελεστική έχει χάσει το κύρος της, αναγκαζόμενη να παραβιάζει και η ίδια το σύνταγμα, κάνοντας διάκριση μεταξύ των εύπορων πολιτών που μπορούν να την χρησιμοποιήσουν και των άπορων για τους οποίους οι Πύλες της είναι ερμητικά κλειστές.

Ο λόγος οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η κατάλυση του Συντάγματος, επιχειρείται δια της συστηματικής παραγωγής αντισυνταγματικών νόμων, ώστε να μην  προλαβαίνει ούτε η καλύτερα οργανωμένη νομική εταιρία, να καταθέτει αιτήσεις ακύρωσης. Ας μην το απαιτούμε λοιπόν αυτό από τους άπορους και μη καταρτισμένους σε νομικά θέματα πολίτες. Αναγνωρίζοντάς τους το δικαίωμα προσφυγής στον δεύτερο συνταγματικά κατοχυρωμένο τρόπο δια του οποίου δικαιούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να απενεργοποιήσει το δημοκρατικό πολίτευμα, να αλλοιώσει, διαρκώς ή προσκαίρως,  ή να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία.

Η πολιτική ανυπακοή, ωφελεί το δημόσιο συμφέρον. Ειδικά στην παρούσα φάση, που οι νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις το βλάπτουν συστηματικά, οδηγώντας τη χώρα μας στην πτώχευση, χρησιμοποιώντας εθνικούς πόρους για την ανακεφαλαιοποίηση ιδιωτικών εταιριών, υποθηκεύοντας την εθνική μας περιουσία, και σχεδιάζοντας να υποθηκεύσουν και την ιδιωτική, δια της επιβολής δυσβάσταχτων φόρων. Επειδή γνωρίζουν εξ’ αρχής αλλά για λόγους δημαγωγικούς δεν ομολογούν, ότι είναι αδύνατη η αποπληρωμή των υπέρογκων χρεών που παρανόμως δημιούργησαν, η κατάσχεση της εθνικής και της ιδιωτικής μας περιουσίας είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη, εκτός αν…
Οι πολίτες αντισταθούν με κάθε μέσο, όπως δικαιούνται και υποχρεούνται από το Σύνταγμα, προς υπεράσπιση των ατομικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων που έχουν από τους καταχραστές της εξουσίας παραβιαστεί, προς υπεράσπιση της συλλογικής τους περιουσίας και του δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης.

Η νόμιμη πολιτική ανυπακοή, είναι μια πράξη μη προβλέψιμη, και για το λόγο αυτόν δύσκολα αντιμετωπίσιμη από άτομα που επιθυμούν να υποσκάψουν την λαϊκή κυριαρχία. Διότι οι συνηθισμένοι τρόποι αντιμετώπισης της λαϊκής αντίστασης, είναι δια της βίας, που για να εφαρμοστεί, ζητά βία, ώστε να είναι νομιμοφανής. Δύσκολα λοιπόν, μπορεί η κρατική εξουσία να ασκήσει βία, σε συνειδητοποιημένους πολίτες που φέρονται άψογα, και το μόνο που ζητούν είναι η τήρηση του Συντάγματος. Η μόνη βία που μπορεί σε τούτη την περίπτωση να ασκηθεί, είναι η υπόδειξη της δικαστικής οδού ως μονόδρομου. Κι εδώ θα κριθεί η ετοιμότητα της δικαστικής εξουσίας να την αντιμετωπίσει. Η ετοιμότητα των δικαστών να ομολογήσουν αφ’ ενός, ότι η δικαστική οδός δεν αποτελεί μονόδρομο, καθώς το Σύνταγμα δια του άρθρου 120 επιτρέπει σε όλους τους Έλληνες πολίτες που διαθέτουν πατριωτισμό, να μπορούν να κρίνουν πότε το σύνταγμα τηρείται και πότε παραβιάζεται, αφού σε αυτούς επαφίεται η τήρησή του άρα και η κρίση του. Δεν απαιτούνται λοιπόν γνώσεις συνταγματολόγου, ούτε εξειδικευμένη δικανική ικανότητα, για να μπορούμε να γνωρίζουμε πότε τηρείται το Σύνταγμα και πότε παραβιάζεται, τουλάχιστον ω προς θέμα προστασίας των δικαιωμάτων μας, επιλέγοντας με βάση τη συνείδησή μας τον τρόπο και τα μέσα της αντίστασης.

Η ετοιμότητα των δικαστών να ομολογήσουν αφ’ ετέρου, ότι παραβιάζεται ασυστόλως το Σύνταγμα, ενεργοποιώντας το δικαίωμα και την υποχρέωση της πολιτικής ανυπακοής των πολιτών, καθιστώντας την καθ’ όλα νόμιμη. Από την ετοιμότητα αυτήν θα κριθεί κυρίως η επιβίωση της χώρας μας, αφού ο μόνος εναπομένων τρόπος είναι η τεκμηρίωση του γεγονότος ότι καμία κυβέρνηση δεν νομιμοποιήθηκε να εκχωρήσει την εθνική μας κυριαρχία και ούτε πρόκειται ποτέ να νομιμοποιηθεί.

Αλκαίος Ιωάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου